-
1 περιμένω
A wait for, await, c. acc. pers., Hdt.4.89, Ar.Pl. 643, etc.;π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσι X.An.2.4.1
, etc.: c. acc. rei,π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ar.Fr.387.8
; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντός τι as the time could not wait for.., Plu.Caes.17.4 of events, await, be in store for, τίς με πότμος ἔτι π.; S.Ant. 1296(lyr.); μὴ θύσαντας δεινὰ π. Pl.R. 365a ; ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον π. ib. 614a.II c. inf., οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι will not wait for others to destroy them, ib. 375c ; ἕκαστος [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι awaits its accomplishment, Id.Tht. 173c; μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν [τὰ τοιαῦτα] ἐλθεῖν π. D.21.220;π. τὰ λοιπὰ μαθεῖν D.H.1.13
.III abs., wait, stand still, Hdt.7.58, Ar.Ec. 517, etc.;π. αὐτοῦ Id.Ach. 815
;ὀλίγον χρόνον Pl.Ap. 38c
;π. ἕως <ἂν> τὸν ὄχλον διωσώμεθα X.Cyr.7.5.39
;ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Pl.Phd. 59d
, cf. 116a ; μέχρι τούτου, ἕως ἂν .. D.9.10 ; ἄχρι ἂν .. X.An.2.3.2 ; μέχρις ἄν .. Epict.Ench.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιμένω
См. также в других словарях:
περιμένω — ΝΜΑ 1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῑος», Ξεν.) 2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α.… … Dictionary of Greek